- επιτίμαιος
- ἐπιτίμαιος και ἐπιτιμαῑος, ὁ (Α)(κωμ. παρωνύμιο τού ιστορικού Τιμαίου), αυτός που τού αρέσει να βρίσκει σφάλματα και να κατηγορεί τους άλλους(«διά τήν ὑπερβολήν τῆς ἐπιτιμήσεως Ἐπιτίμαιος... ὠνομάσθη», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Παρατσούκλι (παρωνύμιο) τού ιστορικού Τιμαίου: επιτίμαιος < επιτιμώ (πρβλ. τιμαίος (> Τίμαιος) < τιμώ].
Dictionary of Greek. 2013.